Η έρευνα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος POPULISMUS μελετά το διττό αλλά κατά βάση ενιαίo πεδίο της αντιπροσώπευσης/αναπαράστασης [representation]: από τη μία της πολιτικής αντιπροσώπευσης, με την οποία επιδιώκεται η άσκηση πιέσεων και η επιρροή πάνω στη διαδικασία λήψης αποφάσεων εκ μέρους λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων, και από την άλλη της συμβολικής αναπαράστασης στον πολιτικό λόγο των αιτημάτων αυτών και των ταυτοτήτων με τις οποίες συνδέονται, μιας διαδικασίας συνάρθρωσης με την οποία διαμορφώνονται, προβάλλονται, γίνονται αποδεκτά ή απορρίπτονται τέτοιου είδους αιτήματα και διεκδικήσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική εξέλιξη των γλωσσικών παιγνίων γύρω από τον λαό και τον λαϊκισμό, το POPULISMUS αναγνωρίζει την εγγενή σύνδεση ανάμεσα στον «λαό» και τον «λαϊκισμό»: για να μελετήσει κανείς εναργώς τον λαϊκισμό οφείλει να εξετάσει τους τρόπους με τους οποίους αρθρώνεται, αναγνωρίζεται, εξιδανικεύεται ή πολεμάται και δαιμονοποιείται ο λαός. Συνεπώς, οι ποικίλες αναπαραστάσεις του λαού (θετικές και αρνητικές) προβάλλουν παγίως μια αντίθεση, στον βαθμό που (1) πηγάζουν από την εγγενή κοινωνική διαίρεση, διαχωρίζοντας την πολιτική κοινότητα σε μέρος (μερικότητα) και όλον (καθολικότητα) και ενεργοποιώντας δυναμικές διαλεκτικές ένταξης/αποκλεισμών, και (2) οδηγούν συνήθως στη συγκρότηση δύο (πολιτικών και διανοητικών) στρατοπέδων, ενός λαϊκιστικού και ενός αντι-λαϊκιστικού. Έτσι, κάθε δόκιμη και εναργής μελέτη του λαϊκισμού δεν μπορεί παρά να αποτελεί επίσης και μελέτη του αντιλαϊκισμού, διερεύνηση της συμβολικής αστάθειας και της ιστορικής ποικιλομορφίας της αντίθεσης μεταξύ των δύο. Επίσης, παρότι δεν αποκλείονται εκ των προτέρων και αντι-δημοκρατικές αρθρώσεις των λαϊκών αιτημάτων και δυσαρεσκειών, η εν λόγω αντίθεση συνυφαίνεται συχνά με την αντιπαράθεση μεταξύ ανταγωνιστικών μοντέλων δημοκρατίας. Σε ορισμένες περιόδους, αυτός ο ανταγωνισμός ελαττώνεται και υποχωρεί. Αναδύονται έτσι (παράδοξες) αγωνιστικές αρθρώσεις που θεσπίζουν μια προσωρινή αποκρυστάλλωση νοημάτων και σχέσεων. Αλλά ο (οξύς) ανταγωνισμός μπορεί πάντοτε να αναδυθεί ξανά, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης. Ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός «λαϊκιστικός» ή «λαϊκίστικος» αποκτά μεγαλύτερη σημασία στα γλωσσικά παίγνια που σημαδεύουν τέτοιες περιόδους της δημοκρατίας σε κρίση.
Το έργο POPULISMUS έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να διερευνήσει ενδελεχώς και με προσοχή τα ανωτέρω ζητήματα. Επιδιώκει την ανάπτυξη μιας προσέγγισης στον λαϊκισμό που θα καταγράφει τη σημαίνουσα σύνδεση μεταξύ «λαού» και λαϊκισμού, αναλύοντας τη συστατική αστάθεια που διέπει ιστορικά τις αναπαραστάσεις του λαού και τα ανταγωνιστικά γλωσσικά παίγνια που αναπόδραστα τις διαμορφώνουν. Μια τέτοια έρευνα, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά θεωρητική, εννοιολογική και ιστορική. Οφείλει να είναι κυρίως εμπειρική και αναλυτική. Και δεν λαμβάνει προφανώς χώρα εν κενώ. Πώς έχει πραγματευθεί μέχρι σήμερα τα ζητήματα αυτά η πολιτική επιστήμη; Τι συμβαίνει όταν περνάμε από την ιστορία στη θεωρία και στην πολιτική ανάλυση; Ποιούς περιορισμούς πρέπει κανείς να αποφύγει ή να διορθώσει και ποιες είναι οι «καλές αναλυτικές πρακτικές» που οφείλει να αναγνωρίσει και να ακολουθήσει; Το POPULISMUS θα επιδοθεί έτσι σε μια εις βάθος εξέταση της εγκυρότητας και των ορίων της έννοιας του λαϊκισμού όπως χρησιμοποιείται κατά κανόνα στην πολιτική ανάλυση και τον δημόσιο λόγο.
Το πέρασμα από τη θεωρία στην εμπειρική μελέτη περιπλέκει τα πράγματα περαιτέρω, αν λάβουμε ιδιαίτερα υπόψη την τεράστια εξάπλωση και ποικιλομορφία των λαϊκιστικών φαινομένων στη σύγχρονη πολιτική ζωή παγκοσμίως. Για την πολιτική ανάλυση αιχμής σήμερα, η κύρια πρόκληση είναι το πώς θα ερμηνεύσει δόκιμα και εμπεριστατωμένα ένα τόσο εξαπλωμένο, πολυεπίπεδο και αμφίσημο φαινόμενο. Απαντώντας σε αυτή την πρόκληση, το ερευνητικό πρόγραμμα POPULISMUS επιδιώκει να αναπτύξει μια καινοτόμο ερμηνευτική του λαϊκισμού η οποία θα μπορεί να καταγράψει, να στοιχειοθετήσει, να οργανώσει και να ερμηνεύσει με συστηματικό τρόπο ένα σύνθετο σώμα εμπειρικού υλικού που συσσωρεύεται διαρκώς. Εδώ ακριβώς έχουν αποτύχει οι περισσότερες αναλυτικές προσεγγίσεις ως σήμερα. Η έλλειψη ενός ευέλικτου αλλά συστηματικού και εναργούς θεωρητικού πλαισίου είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή μεμονωμένων μελετών επιμέρους περιπτώσεων [case-studies] που χρησιμοποιούν ποικίλα θεωρητικά πλαίσια και μεθοδολογίες, εμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξη μιας συνολικής χαρτογράφησης και ερμηνείας της λαϊκιστικής πολιτικής σε παγκόσμια κλίμακα. Η πολυδιάσπαση αυτή δημιουργεί προβλήματα όχι μόνον για την ανάλυση του λαϊκισμού από μια συγκριτική/παγκόσμια σκοπιά, αλλά και σε αυστηρά εννοιολογικό επίπεδο, στον βαθμό που οι ερευνητές τείνουν συχνά να αναγορεύουν το περιορισμένο, ιδιαίτερο γεωγραφικό πεδίο μελέτης τους σε καθολικό κριτήριο, οδηγώντας έτσι σε ιδιοσυγκρασιακές και ασύμβατες μεταξύ τους θεωρήσεις του λαϊκισμού.
Το πιο σημαντικό παράδειγμα του εν λόγω προβλήματος μας προσφέρουν διάφορες πρόσφατες αναλύσεις του ευρωπαϊκού λαϊκισμού. Είναι γνωστό ότι στην Ευρώπη σήμερα η λέξη «λαϊκισμός» παραπέμπει συνήθως στον ακροδεξιό λαϊκισμό ή στη λαϊκιστική άκρα δεξιά. Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η σύνδεση λειτουργεί αναγωγικά και περιοριστικά. Αν σήμερα παρατηρούμε την πανευρωπαϊκή άνοδο μιας εθνικιστικής, ξενοφοβικής, αποκλειστικής [exclusionary] και συχνά βίαιης άκρας δεξιάς, αποτελεί άραγε η έννοια του λαϊκισμού την καταλληλότερη αναλυτική κατηγορία για την πρόσληψη, την κατηγοριοποίηση και τη συζήτηση αυτού του προβλήματος; Τι άμεσες και έμμεσες συνέπειες έχει αυτή η σύνδεση και ποιους αναλυτικούς κινδύνους ενέχει ένας τέτοιος περιορισμός, ο οποίος είναι τόσο εννοιολογικός (καθώς ανάγει τον λαϊκισμό στην άκρα δεξιά) όσο και γεωγραφικός (καθώς εξετάζει την ευρωπαϊκή κατάσταση απομονώνοντάς την από το παγκόσμιο περιβάλλον του λαϊκισμού);
Στον βαθμό που δεν φαίνεται να διαθέτουν μια στέρεα και συγχρόνως ευέλικτη θεωρητική θεμελίωση, οι περισσότερες ευρωπαϊκές αναλύσεις για την άκρα δεξιά διακρίνονται από ευρωκεντρικές τάσεις. Η ανάλυσή μας καταδεικνύει έτσι την ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός εννοιολογικού και μεθοδολογικού πλαισίου που θα κατορθώσει να αποφύγει τον κίνδυνο ενός τέτοιου συχνά κοντόθωρου ευρωκεντρισμού. Το εν λόγω πλαίσιο θα πρέπει να απορρίψει τη σχεδόν αποκλειστική σύνδεση του λαϊκισμού με την άκρα δεξιά, επισημαίνοντας κατά πρώτον την ύπαρξη τόσο δεξιών όσο και αριστερών εκδοχών των λαϊκιστικών διεκδικήσεων, αιτημάτων, κινημάτων και κομμάτων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ωστόσο, το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να είναι ικανό να μας προσφέρει κριτήρια που θα διακρίνουν τον λαϊκισμό από ιδεολογίες, λόγους και κινήματα τα οποία περιλαμβάνουν αναφορές στον λαό αλλά τις εντάσσουν σε πολιτικά σχέδια που είναι κατεξοχήν εθνικιστικά, ρατσιστικά, αυταρχικά κ.λπ. Το πρόγραμμα POPULISMUS επιδιώκει τη διαμόρφωση ενός τέτοιου ακριβώς ερευνητικού πλαισίου.
Εκτός από τις ανωτέρω διορθωτικές κινήσεις, μια συστηματική και συγκροτημένη ανάλυση του λαϊκισμού που θέλει πραγματικά να ξεπεράσει την «ένδεια του ευρωκεντρισμού» θα πρέπει επίσης να απαλλαγεί από το φετίχ της ευρωπαϊκής μελέτης περίπτωσης [case-study] και να υιοθετήσει μια πραγματικά συγκριτική μεθοδολογία. Αυτός ο προσανατολισμός διακρίνεται ήδη δειλά στη πολύ πρόσφατη συναφή βιβλιογραφία, και το έργο POPULISMUS κινείται στην ίδια κατεύθυνση. Εν ολίγοις, είναι καιρός να αναγνωρίσουμε την πολυπλοκότητα και την ιστορικο-πολιτική ποικιλία των λαϊκισμών, καθώς και την εν δυνάμει συμπεριληπτική τους δυναμική, που λειτουργεί εναντίον διακρίσεων και αποκλεισμών στην πολιτική συμμετοχή και γίνεται εμφανής στην, αμφίσημη πάντως, σύγχρονη λατινοαμερικανική εμπειρία, αλλά χαρακτηρίζει επίσης παραδοσιακούς λαϊκισμούς όπως ο αγροτικός λαϊκισμός των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1890. Πώς μπορεί η πολιτική επιστήμη να καταγράψει αυτή τη δυναμική με σχετικά αμερόληπτο τρόπο; Εδώ η κεντρική διάκριση των Mudde και Kaltwasser ανάμεσα σε συμπεριληπτικό [inclusionary] και αποκλειστικό [exclusionary] λαϊκισμό αποκτά ιδιαίτερη σημασία και μπορεί να προσφέρει ένα κρίσιμο εργαλείο για το αναλυτικό πλαίσιο που συνθέτει το πρόγραμμα POPULISMUS. Υπό τον όρο, βεβαίως, ότι αυτή η διάκριση θα απαλλαγεί από μια ουσιοκρατική, αντι-ιστορική τάση που συνδέει τον κάθε τύπο λαϊκισμού με διαφορετικές ηπείρους.
Αποτελεί, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να αξιολογήσουμε κριτικά το νέο τοπίο και να μελετήσουμε τους αριστερούς, συμπεριληπτικούς λαϊκισμούς από μια συγκριτική και δια-περιφερειακή σκοπιά, για να καλύψουμε αυτό το σημαντικό κενό στη σχετική βιβλιογραφία, η οποία χαρακτηρίζεται από την ταύτιση λαϊκισμού, άκρας δεξιάς και ξενοφοβικών αντιλήψεων. Στην κατεύθυνση αυτή, η Ενότητα Εργασίας 2 (ΕΕ2) του POPULISMUS περιλαμβάνει μια σειρά ερευνητικών δραστηριοτήτων που καλύπτουν περιοχές με μεγάλο ενδιαφέρον σε όλο τον κόσμο: την Αργεντινή και τη Βενεζουέλα στη Λατινική Αμερική, τις ΗΠΑ (ιδιαίτερα σε ό,τι έχει σχέση με τα πρόσφατα κινήματα Occupy Wall Street και Tea Party), και την Ευρώπη (ιδιαίτερα σημαντικές περιοχές για τον λαϊκισμό της δεξιάς καθώς και για τα κινήματα των Αγανακτισμένων σε Ισπανία και Ελλάδα). Στις ΕΕ3 και 4 το υλικό αυτό θα περάσει από πολλά, συστηματικά στάδια ανάλυσης με βάση τρεις μελέτες περιπτώσεων σε συγκριτική πάντοτε – και όχι βέβαια ευρω-κεντρική – προοπτική: (α) τον σύγχρονο αριστερό λαϊκισμό στη Λατινική Αμερική, (β) τον λαϊκισμό της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη, και (γ) τη διαιρετική τομή λαϊκισμός/αντιλαϊκισμός σε συνθήκες κρίσης. Εκτός από μια ενδελεχή στοιχειοθέτηση και ανάλυση της τεράστιας ποικιλίας των λαϊκιστικών λόγων παγκόσμια, οι μελέτες περιπτώσεων θα φέρουν στο φως πιθανά μειονεκτήματα, ελλείψεις και προβλήματα στο αναλυτικό μας μοντέλο και θα υποδείξουν την ανάγκη συγκεκριμένων αναθεωρήσεων. Εδώ αναμένουμε σημαντικά οφέλη για τη θεωρητική εξέλιξη της ανάλυσης και τη μεθοδολογική της συγκρότηση. Το υλικό που θα συγκεντρωθεί θα αξιοποιηθεί επίσης για τη δημιουργία ενός ηλεκτρονικά διαθέσιμου ευρετηρίου των λαϊκιστικών φαινομένων και των χρήσεων του «λαού» στον πολιτικό λόγο παγκόσμια, με τη μορφή ενός διαδικτυακού Παρατηρητηρίου ανοικτής πρόσβασης (ΕΕ 4).
Αυτός ο γενικός προσανατολισμός δεν αρκεί ωστόσο για να απαντήσουμε στο κρίσιμο μεθοδολογικό ερώτημα του «πώς;». Το POPULISMUS έχει ως στόχο εν προκειμένω να διευκολύνει μια πραγματικά δόκιμη και εμπεριστατωμένη σύγκριση ανάμεσα σε ποικίλα λαϊκιστικά φαινόμενα (καθώς και ανάμεσα σε διαφορετικές αντιλαϊκιστικές θέσεις), και συνεπώς θα ωφεληθεί από την έρευνα που διεξάγεται στο πεδίο της συγκριτικής πολιτικής ανάλυσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα υιοθετήσει άνευ όρων την εν λόγω μεθοδολογία. Η υπόθεσή μας είναι ότι το συγκεκριμένο έργο θα προαχθεί εν πολλοίς με τον προσδιορισμό μορφικών [formal] κριτηρίων ικανών να κατηγοριοποιούν τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται στον λόγο οι αναπαραστάσεις του λαού. Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι σε πρόσφατες συγκριτικές μελέτες του λαϊκισμού η βασική μονάδα ανάλυσης εν προκειμένω είναι πράγματι ο «λαϊκιστικός λόγος».
Ως το σημείο αυτό η ανάλυσή μας υπογραμμίζει μια σειρά από δυσκολίες που παρουσιάζει η χρήση μιας ολισθηρής και ασταθούς έννοιας όπως ο «λαϊκισμός», δυσκολίες που συνδέονται ταυτόχρονα με τη συμβολική και ιστορική διαφοροποίηση, την ανταγωνιστική αναπαράσταση και τη συγκριτική εφαρμογή. Όπως είδαμε, για να αντιμετωπίσουμε εποικοδομητικά αυτά τα προβλήματα, είναι σημαντικό να ορίσουμε τον «λαϊκισμό» με έναν συστηματικό, αυστηρό αλλά και ευέλικτο τρόπο, επιστρατεύοντας κριτήρια τα οποία θα είναι σε θέση να συλλάβουν την «οριοθετημένη ποικιλομορφία» που διακρίνει το φαινόμενο: Ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα κριτήρια; Και πώς μπορούν να οριστούν; Αυτά τα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν μόνον από μια πραγματική θεωρία του λαϊκισμού. Και πώς τα έχουν απαντήσει ως τώρα οι διαθέσιμες θεωρίες του λαϊκισμού; Σε γενικές γραμμές, μπορεί κανείς να διακρίνει δυο διαφορετικές παραδόσεις στο μέρος εκείνο της συναφούς βιβλιογραφίας που έχει ξεφύγει από μια στενή έμφαση στην ανάλυση και έχει επιδοθεί στην διαμόρφωση εννοιών: έναν περιεχομενικό/κανονιστικό προσανατολισμό και έναν μορφικό/δομικό προσανατολισμό.
Μερικές θαρραλέες προσπάθειες για τη συγκρότηση μιας «θεωρητικής» προσέγγισης ευρείας εμβέλειας με «καθολικές» αξιώσεις στράφηκαν κυρίως στη σύνταξη μιας λίστας θεσμικών, ιδεολογικών και οργανωτικών «συμπτωμάτων» που ορίζουν, υποτίθεται, ένα λαϊκιστικό κίνημα ή λόγο, δημιουργώντας ταυτόχρονα ποικίλες τυπολογίες λαϊκισμών. Αυτά τα συμπτώματα περιλαμβάνουν την εχθρότητα προς τους θεσμούς, τον αντι-ελιτισμό, μια αδιαμεσολάβητη σχέση με τον ηγέτη κ.λπ. ΄Οσο χρήσιμες κι αν είναι αυτές οι ταξινομήσεις, δεν έχουν μπορέσει, όμως, να ενσωματώσουν τους ιδεότυπους που έχουν διατυπωθεί σε ένα ενιαίο, περιεκτικό πλαίσιο με οιονεί καθολική εφαρμογή, ένα πλαίσιο που θα συνελάμβανε με ευαισθησία την ιδιαίτερη ιστορική εμπειρία διαφορετικών χωρών και περιοχών, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη και τις ευρύτερες δυνάμεις που καθορίζουν τις διαδικασίες ταύτισης και τον σχηματισμό ταυτότητας εν γένει. Με άλλα λόγια, έχουν αποτύχει ιστορικά να διαμορφώσουν λειτουργικούς ορισμούς του λαϊκισμού, να φωτίσουν τα μοναδικά γνωρίσματα του λαϊκισμού ως τύπου έγκλησης και αντικειμένου συλλογικής ταύτισης, αλλά και να αποσαφηνίσουν τη σχέση ανάμεσα στον λαϊκισμό και τη δημοκρατία.
Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει, εν τέλει, έναν κεντρικό πυρήνα κοινό σε όλες τις παγκόσμιες εκφάνσεις του λαϊκισμού; Ο εντοπισμός ενός τέτοιου κοινού πυρήνα αποτελεί για όλες ίσως τις θεωρίες του λαϊκισμού το αντίστοιχο της αναζήτησης ενός «Ιερού Δισκοπότηρου». Το κρίσιμο ερώτημα είναι πού ακριβώς θα πρέπει να εντοπιστεί αυτός: στο περιεχόμενο, στα θετικώς προσδιορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των λαϊκιστικών κινημάτων, πρακτικών και ιδεολογιών; Ή στον τρόπο με τον οποίο δομούνται μορφολογικά και οργανώνονται νοηματικά αυτά ακριβώς τα ιδεολογικά, οργανωτικά και άλλα περιεχόμενα και χαρακτηριστικά; Μία βασική υπόθεση του POPULISMUS είναι ότι η πρώτη εκδοχή έχει πολύ περιορισμένη αξία και χρηστικότητα, και πρέπει συνεπώς να υιοθετήσουμε έναν μορφικό προσανατολισμό. Αυτή η ερευνητική απόφαση στοιχειοθετείται στη βάση μιας ενδελεχούς ανάλυσης των αδυναμιών και των αποτυχιών των περιεχομενικών/κανονιστικών προσεγγίσεων (όπως εκείνης που ανέπτυξε ο Taggart), αστοχιών που οδήγησαν σε μια διστακτική στροφή προς έναν μορφικό/δομικό προσανατολισμό ακόμη και συμβατικές προσεγγίσεις του κυρίαρχου ρεύματος (όπως αυτή που διατυπώνεται στο έργο του Hawkins καθώς και στην πρόσφατη παραγωγή των Canovan και Mudde & Kaltwasser). Είναι γεγονός ότι σε σύγχρονες ερευνητικές εργασίες που εντάσσονται στο «κυρίαρχο ρεύμα» η επιρροή της θεωρίας του λόγου στην κατεύθυνση μιας όλο και περισσότερο μορφικής προσέγγισης είναι εμφανής, παρότι συχνά αυτές οι προσεγγίσεις απωθούν ή απαρνούνται τη σημασία του έργου του Laclau και της Σχολής του Essex. Για να ανοίξουν, όμως, νέοι και δημιουργικοί δρόμοι στην ανάλυση του λαϊκισμού θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε περισσότερο αυτήν ακριβώς την προσέγγιση της θεωρίας του λόγου.
Στη διαχρονική της εξέλιξη, η Σχολή του Essex έχει αναπτύξει μια σειρά εκλεπτυσμένων αναλυτικών και μεθοδολογικών εργαλείων που συμβάλλουν στην κατανόηση της καταστατικής αναπαραστατικής διάστασης της ταυτότητας, αφομοιώνοντας έτσι τη «γλωσσολογική» και «κονστρουκτιβιστική» στροφή στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά και επισημαίνοντας το γεγονός ότι η ηγεμονική απήχηση ενός πολιτικού λόγου βασίζεται σε διαδικασίες συναισθηματικής επένδυσης, στα χνάρια της λεγόμενης «συναισθηματικής στροφής» στις κοινωνικές επιστήμες. Όλα αυτά υπήρξαν το αποτέλεσμα μιας σταθερής προσήλωσης στη διεπιστημονικότητα, με βάση την αξιοποίηση ενός πλήθους επιστημονικών και θεωρητικών πηγών (από τη σημειωτική και την αποδόμηση ως τη μετα-αναλυτική φιλοσοφία και την ψυχανάλυση) που συνέβαλαν στην προαγωγή μιας αναβαθμισμένης (γκραμσιανής) θεωρίας της ηγεμονίας. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια σημαντική ανάπτυξη των εμπειρικών εφαρμογών αυτού του θεωρητικού πλαισίου. Οι μελέτες του λαϊκισμού έπαιξαν θεμελιώδη ρόλο σε αυτή την εξέλιξη και το πρόγραμμα POPULISMUS κινείται στην ίδια κατεύθυνση. Επιχειρεί να αξιοποιήσει τις ιδέες που έχει αναπτύξει το εν λόγω θεωρητικό παράδειγμα (αναλυτικές κατηγορίες όπως η συνάρθρωση, τα κομβικά σημεία, τα κενά σημαίνοντα, η ισοδυναμία και η διαφορά κ.α.) προκειμένου να συμβάλει στην επικοινωνία και την αμοιβαία γονιμοποίηση μεταξύ των θεωρίων της Σχολής του Essex και σχολών που επικεντρώνουν στη μελέτη σωμάτων λόγου [corpora], στην ανάλυση πλαισίων [frame analysis] κ.λπ. καθώς και άλλων προσεγγίσεων σε αυτό το πεδίο, ούτως ώστε να εμπλουτιστεί το εννοιολογικό μας πλαίσιο και τα ερευνητικά μας εργαλεία, καθώς και να προωθηθεί η ανάπτυξη των διαδικτυακών σχεδίων του προγράμματος που αφορούν τη σύσταση ενός σύνθετου, διαδραστικού Παρατηρητηρίου (ΕΕ4).
Οι μελέτες του λαϊκισμού που βασίζονται στο πλαίσιο της θεωρίας του λόγου, ή έχουν επηρεαστεί από αυτό, έχουν προσφέρει μια σειρά από λειτουργικά κριτήρια που μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των προαναφερθέντων περιορισμών που διακρίνουν πολλές από τις υπάρχουσες προσεγγίσεις στον λαϊκισμό. Τονίζουν, ειδικότερα, ότι είναι σημαντικό να διαπιστώνεται αν μια δεδομένη πρακτική του λόγου: α) αρθρώνεται γύρω από το κομβικό σημείο «λαός» ή γύρω από κάποιο άλλο (μη λαϊκιστικό ή αντι-λαϊκιστικό) κομβικό σημείο, και, (β) αναπαριστά το πολιτικό πεδίο κατά τρόπο που είναι θεμελιωδώς ανταγωνιστικός, διαιρώντας την κοινωνία σε δύο κύριους πόλους-γραμμές ισοδυναμίας: το κατεστημένο, το μπλοκ εξουσίας, εναντίον των «από κάτω», του «λαού» (σε αντίθεση με κυρίαρχους πολιτικούς λόγους που προβάλλουν τη συνέχεια του κοινωνικού ιστού και προτάσσουν μη ανταγωνιστικές τεχνοκρατικές λύσεις). Αυτή η έμφαση στη μορφή διακρίνεται ήδη στο έργο του Laclau από τη δεκαετία του 1970, αλλά εντάθηκε περαιτέρω στις πιο πρόσφατες συμβολές του. Έτσι, η σύγχρονη δουλειά του Laclau για τον λαϊκισμό προχωρά ένα ακόμη βήμα στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της δομικής/μορφικής προσέγγισής του στον λόγο. Εδώ γίνεται πλέον σαφές ότι μια ανάλυση του λαϊκισμού στο πλαίσιο της θεωρίας του λόγου άγεται πέρα από τη μελέτη των εμπειρικών περιεχομένων –ιδεολογικών, οργανωτικών κ.λπ.– και επικεντρώνεται στη μορφή. Έτσι το επίκεντρο και το όλο πρίσμα της ανάλυσης μετατοπίζεται από τις ιδεολογίες και τα κινήματα όχι απλώς προς τον λόγο, αλλά προς τις πρακτικές του λόγου [discursive practices] που κατασκευάζουν κάθε φορά τον «λαό» κινητοποιώντας μια συναρθρωτική λογική ισοδυναμιών.
Αυτός ο ενισχυμένος μορφικός/δομικός προσανατολισμός είναι αναμφίβολα εποικοδομητικός για την ανάλυση καθώς συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη μιας έννοιας του «λαϊκισμού» που είναι λογικά αυστηρή και θεμελιωμένη, αλλά συγχρόνως και ιδιαίτερα ευέλικτη, βοηθώντας έτσι στην προαγωγή της εμπειρικής ανάλυσης σε συγκριτικό επίπεδο. Αξιοποιώντας την πρωτότυπη θεωρητική ερμηνεία των πολιτικών ταυτίσεων από τη λεγόμενη Σχολή του Essex στην ανάλυση λόγου, το πρόγραμμα POPULISMUS επιδιώκει να επιλύσει με πειστικό τρόπο τις εντάσεις που διαπιστώνονται στις υπάρχουσες προσεγγίσεις. Εστιάζοντας στη μορφική διάσταση των συναρθρώσεων του λόγου, η νέα διεπιστημονική προσέγγιση επιτρέπει τη γεφύρωση ενός παραλυτικού χάσματος θεωρίας/ανάλυσης, τη διατύπωση ενός πραγματικά λειτουργικού ορισμού του λαϊκισμού και τη βαθύτερη διερεύνηση της κινητοποίησης συμβολικών πόρων, παθών και ψυχικών επενδύσεων υπέρ αλλά και κατά του «λαού» σε παγκόσμιο επίπεδο. Με τη διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας σε ποικίλα διεθνή περιβάλλοντα (Λατινική Αμερική, ΗΠΑ και Ευρώπη∙ ΕΕ2), το POPULISMUS θέτει ως στόχο να ελέγξει ένα ευρύ φάσμα υποθέσεων που έχουν διατυπωθεί από μια λογοαναλυτική σκοπιά, προσδοκώντας ερευνητικά οφέλη στο αναλυτικό επίπεδο αλλά και ερεθίσματα, ιδέες και υλικό για την περαιτέρω επεξεργασία του θεωρητικού πλαισίου και την συναγωγή αξιόπιστων επιστημονικών συμπερασμάτων.
Μια λογοαναλυτική προσέγγιση μπορεί, για παράδειγμα, να προτείνει επαρκή μορφικά κριτήρια για τη διάκριση του λαϊκισμού από ιδεολογίες, λόγους και κινήματα που περιλαμβάνουν αναφορές στον λαό αλλά στο πλαίσιο πολιτικών σχεδίων που είναι κατεξοχήν εθνικιστικά, ρατσιστικά κ.ο.κ. Η έμφαση που αποδίδει η Σχολή του Essex στη συνάρθρωση των λόγων οδηγεί προφανώς στη διερεύνηση καταρχάς της δομικής θέσης των λαϊκιστικών σημαινόντων σε κάθε επιμέρους λόγο. Για παράδειγμα, ποια θέση έχει η αναφορά στον «λαό» σε έναν ακροδεξιό λόγο; Λειτουργεί ως το κομβικό σημείο, ως ένα κεντρικό κενό σημαίνον; Ή εντοπίζεται μάλλον στην περιφέρεια της συγκεκριμένης ρηματικής δομής και δεν αποτελεί παρά μια απλή στιγμή μέσα σε μια ευρύτερη συνάρθρωση; Αν, με άλλα λόγια, σκοπός του ευρωπαϊκού ακροδεξιού λαϊκισμού είναι η υπεράσπιση και η ενίσχυση του έθνους και της φυλής, τότε αυτοί οι λόγοι θα πρέπει μάλλον να κατηγοριοποιηθούν ως «εθνικιστικοί» και «ρατσιστικοί», καθώς οι αναφορές στον «λαό» στο πλαίσιό τους είναι μάλλον περιφερειακές ή δευτερεύουσες.
Με την έννοια αυτή, μια λογοαναλυτική προσέγγιση οδηγεί στην πρωτότυπη υπόθεση ότι, εφόσον βασίζονται σε μια αναπαράσταση του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου η οποία το διαιρεί σε ένα εθνικό «έσωθεν» (το έθνος ως ενδοχώρα) και ένα εθνικό «έξωθεν» (τα εχθρικά έθνη ή και ομάδες που δεν ανήκουν στην εθνοτική κοινότητα, όπως οι μετανάστες), οι λόγοι του αποκλεισμού που συνδέονται συνήθως με την άκρα δεξιά δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζονται και να αντιμετωπίζονται ως λαϊκιστικοί. Τούτη η υπόθεση θα διατυπωθεί συστηματικά και θα διερευνηθεί με συνέπεια στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου προγράμματος POPULISMUS. Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα που τίθεται προς διερεύνηση αφορά στη σχέση ανάμεσα στον «λαό» και σε άλλα σημαίνοντα από τα οποία διαφοροποιείται στο επίπεδο της πολιτικής διαμάχης και με τα οποία μπορεί να εγκαθιδρύσει σχέσεις συνάρθρωσης και/ή ανταγωνισμού: τάξη, πλήθος κ.λπ. Εκείνο που θα πρέπει να αποσαφηνιστεί επίσης εδώ είναι η σχέση ανάμεσα στην οριζοντιότητα και την καθετότητα ως διακριτών αλλά αλληλένδετων τρόπων πολιτικής δράσης σε κινήματα αμφισβήτησης και κόμματα τα οποία συνδέονται με τέτοιες διαφορετικές εγκλήσεις. Ταυτόχρονα, ένας λογοαναλυτικός προσανατολισμός μπορεί να ρίξει φως σε καίριες συζητήσεις στη βιβλιογραφία του λαϊκισμού αναφορικά με θεματικές όπως η σχέση του λαϊκισμού με περιόδους οικονομικής και πολιτικής κρίσης καθώς και το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην αντίθεση λαϊκισμός/αντιλαϊκισμός και στη θεωρία των διαιρετικών τομών.
Έχουμε παραθέσει ως εδώ μια σειρά επιχειρημάτων που στοιχειοθετούν τους λόγους για τους οποίους το POPULISMUS υιοθετεί μια μεθοδολογία ανάλυσης λόγου, μερικά από τα εννοιολογικά και αναλυτικά οφέλη που αναμένουμε καθώς και τις βασικές υποθέσεις που εισηγούμαστε. Η Σχολή του Essex, ωστόσο, χαρακτηρίζεται και αυτή από ορισμένες αμφισημίες όσον αφορά τις συνέπειες των θέσεων και της μεθοδολογίας της, και το POPULISMUS θα αναμετρηθεί ευθέως με αυτές. Για παράδειγμα, ο ακραίος φορμαλισμός που προοδευτικά διακρίνεται στην εν τέλει «διαβαθμιστική» προσέγγιση του Laclau ενέχει έναν κίνδυνο εξάλειψης της εννοιολογικής ιδιαιτερότητας του λαϊκισμού ως εργαλείου συγκεκριμένης (συγκριτικής) πολιτικής ανάλυσης. Έτσι, το πρόγραμμα POPULISMUS προκρίνει μια μορφική/δομική εννοιολόγηση του λαϊκισμού που αναγνωρίζει τα όρια του φορμαλισμού (διαβαθμισμός και εννοιολογική υπερέκταση), και είναι σε θέση έτσι να διαμεσολαβήσει ανάμεσα στο οντολογικό και το οντικό επίπεδο της σημαίνουσας πραγματικότητας συγκεκριμένων πολιτικών αγώνων. Ένα τέτοιο πλαίσιο μπορεί να λειτουργήσει ως «επιφάνεια διεπαφής» ανάμεσα στη θεωρητική ανάλυση και την συμβολική/συναισθηματική πραγματικότητα των πολιτικών πρακτικών. Με την έννοια αυτή, η αναφορά στη δομική θέση του «λαού» παραμένει το καθοριστικό κριτήριο στην ανάλυση του λαϊκισμού, σε συνδυασμό βέβαια με το κριτήριο της άρθρωσης ισοδυναμιών.
Το POPULISMUS θα λάβει ακόμη πολύ σοβαρά υπόψη την κριτική που προβάλλεται ενάντια στη Σχολή του Essex σε ό,τι αφορά τη σημασία του συναισθήματος και των συγκινήσεων στην πολιτική ζωή. Πώς μπορούν να συναρθρωθούν επαρκώς το συναίσθημα και η συγκίνηση με μια ρηματική λογική; Και πώς μπορεί αυτή η συνάρθρωση να κατευθύνει την εμπειρική πολιτική ανάλυση λαϊκιστικών φαινομένων; Πώς αξιολογούνται οι προσπάθειες του Laclau να επιτύχει μια τέτοια συνάρθρωση ως σήμερα και ποιες νέες θεωρητικές πηγές (από την ψυχανάλυση και αλλού) μπορούν να συμβάλουν σε αυτή τη διαδικασία; Ποια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα μιας τέτοιας σύγκλισης σε ό,τι αφορά την αναγνώριση της συναισθηματικής διάστασης στη λαϊκιστική ταύτιση; Ποια θέση κατέχει εδώ η μνησικακία [ressentiment] και ποια άλλα συναισθήματα είναι συναφή; Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, ποιον ρόλο αποδίδει αυτός ο προσανατολισμός στον ηγέτη ως φυσικό πρόσωπο και πρωτίστως στο όνομά του; Κρίσιμη μπορεί να είναι εν προκειμένω η συμβολή της ψυχαναλυτικής θεωρίας καθώς και οι ρηξικέλευθες ερμηνείες του χαρίσματος από τον κοινωνικό ανθρωπολόγο James Scott, μεταξύ άλλων.
Προτείνοντας μια ευέλικτη αλλά αυστηρή και συστηματική ερμηνεία του λαϊκισμού, το ερευνητικό σχέδιο του POPULISMUS επιχειρεί να φωτίσει και ένα επιπλέον επίδικο ζητημα στον διάλογο των ερευνητών: την προβληματική σχέση μεταξύ λαϊκισμού και δημοκρατίας. Όπως έχουμε δει, οι ιδιαίτεροι τρόποι με τους οποίους ορισμένα λαϊκιστικά κινήματα επιδιώκουν να αντιπροσωπεύσουν τον «λαό» –στηριζόμενα σε χαρισματικούς ηγέτες, υποδαυλίζοντας τη μνησικακία, προσπαθώντας να παρακάμψουν το θεσμικό πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ή/και εμφανίζοντας συχνά αντιφιλελεύθερες, αντιδικαιικές, ακόμη και εθνικιστικές όψεις– έχουν συμβάλει στην παρουσίαση του λαϊκισμού ως απειλής για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Το συμπέρασμα αυτό, ωστόσο, δεν αναγνωρίζει την τεράστια ποικιλία των λαϊκιστικών συναρθρώσεων και δεν λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικά συμπεριληπτικές εκδοχές τους. Μερικές φορές μάλιστα ο όρος χρησιμοποιείται στρεβλά για να περιγράψει κινήματα και λόγους που είναι καθαρά εθνικιστικοί, φασιστικοί και ρατσιστικοί. Το ανωτέρω συμπέρασμα στηρίζεται επίσης σε μια υποστασιοποίηση της σύγχρονης δημοκρατίας, η οποία δεν συλλαμβάνει την παράδοξη συγκρότηση της νεωτερικής μορφής της στη βάση της σύναψης δύο διακριτών πολιτικών παραδόσεων, της φιλελεύθερης και της δημοκρατικής. Στην πραγματικότητα, στον βαθμό που εκπροσωπούν αποκλεισμένες ομάδες και προτάσσουν μια εξισωτική ατζέντα, άλλοι τύποι λαϊκισμού –ο λαϊκιστικός κανόνας, αν η υπόθεσή μας είναι σωστή, ο οποίος συνδυάζει τον τυπικό λαϊκιστικό πυρήνα με την κληρονομιά της (ριζοσπαστικής) δημοκρατικής παράδοσης– μπορούν να θεωρηθούν αναπόσπαστα στοιχεία της δημοκρατικής πολιτικής, ως μια δυνητική πηγή ανανέωσης των δημοκρατικών θεσμών.
Η έρευνα του POPULISMUS εστιάζει λοιπόν στο κρίσιμο ερώτημα που έχουν θέσει οι Mudde και Rovira Kaltwasser: θα πρέπει να θεωρούμε τον λαϊκισμό ως μια απειλή ή ως έναν τρόπο διόρθωσης/αποκατάστασης της δημοκρατίας; Ή μήπως και τα δύο; Και υπό ποιες συνθήκες; Επιπλέον, στον βαθμό που αυτή η ιδιαίτερη διατύπωση της διαμάχης υπονοεί ότι η «δημοκρατία» αναφέρεται σε ένα μόνον συγκεκριμένο θεσμικό καθεστώς το οποίο απολαμβάνει τη γενική συναίνεση –μια μάλλον απλουστευτική απεικόνιση μιας πολύ πιο σύνθετης ιστορικής διαλεκτικής– το POPULISMUS εξετάζει επίσης το ενδεχόμενο να εμφιλοχωρεί εδώ ένας ανταγωνισμός ανάμεσα σε διαφορετικές ερμηνείες της δημοκρατίας (ριζοσπαστικές/συμμετοχικές εναντίον ελιτιστικών). Αλλά ακόμη κι αν παραμείνει κανείς στο πλαίσιο ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού μοντέλου, τί φανερώνει η δυναμική «επιστροφή του λαού» σε σχέση με την κατάσταση των δημοκρατικών θεσμών στον 21ο αιώνα; Αν η λαϊκή κυριαρχία και η αντιπροσώπευση έχουν πληγεί από τη μεταδημοκρατική, τεχνοκρατική μετάλλαξη των φιλελεύθερων δημοκρατιών σε μια εποχή προωθημένης παγκοσμιοποίησης, αποτελεί άραγε ο λαϊκισμός το σύμπτωμα μιας ανάγκης για έναν νέο τύπο εκδημοκρατισμού; Και εφόσον το ευρωπαϊκό οικοδόμημα υποφέρει όλο και περισσότερο από μια τέτοια μεταδημοκρατική δυσανεξία, θα μπορούσε μια «επιστροφή στον λαό» να συμβάλει στην αντιστροφή αυτών των τάσεων; Ποιοι κίνδυνοι ενυπάρχουν εδώ και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν από τη σύγχρονη πολιτική θεωρία και ανάλυση;

Κατεβάστε το πλήρες κείμενο της Έκθεσης Μεθοδολογικού Προσανατολισμού στα αγγλικά (pdf)