Στο πλαίσιο των προγραμματισμένων δραστηριοτήτων του, το ερευνητικό πρόγραμμα POPULISMUS διοργάνωσε ένα τριήμερο διεθνές Μεθοδολογικό Εργαστήριο με σκοπό την εις βάθος διερεύνηση θεωρητικών, μεθοδολογικών και αναλυτικών ζητημάτων που σχετίζονται με την ανάλυση του λαϊκιστικού λόγου. Το Εργαστήριο έλαβε χώρα στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μεταξύ 11 και 13 Ιουλίου του 2014, ενώ συμμετείχαν σε αυτό τόσο διεθνείς όσο και ελληνίδες/έλληνες πανεπιστημιακοί που ειδικεύονται σε πεδία που άπτονται της μεθοδολογίας τους προγράμματος.
Ο Γιάννης Σταυρακάκης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κύριος Ερευνητής του POPULISMUS) άνοιξε τις εργασίες με την πρώτη συνεδρίαση προσανατολισμού [orientation session], στην οποία ανάπτυξε τους σκοπούς, τις μεθόδους και το εύρος δραστηριοτήτων του ερευνητικού προγράμματος POPULISMUS σε μια λεπτομερή παρουσίαση. Η παρουσίασή του συμπεριλάμβανε μια συνοπτική ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, μια ιστορική αποτίμηση του λαϊκιστικού φαινομένου (από τον 19ο αιώνα και έπειτα) σε όλη του την πολυπλοκότητα και τις εναλλαγές, και τέλος ορισμένες προτάσεις που αποσκοπούσαν στην υπέρβαση συγκεκριμένων θεωρητικών και αναλυτικών αδιεξόδων που συναντά η σύγχρονη έρευνα.
Μετά την εισαγωγική αυτή ομιλία, το πρώτο πάνελ του εργαστηρίου επικέντρωσε σε γλωσσολογικές και βασισμένες σε σώματα κειμένου μεθόδους ανάλυσης λόγου που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην εμπειρική μελέτη του λαϊκιστικού λόγου. Ο Περικλής Πολίτης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) παρουσίασε μια γενική επισκόπηση γλωσσολογικών τεχνικών βασισμένων στα σώματα κειμένου [corpus linguistics techniques] και τα πλεονεκτήματα μιας από «τα κάτω» προσέγγισης που βασίζεται σε λεκτικά και άλλα υλικά. Σε ένα παρόμοιο μονοπάτι, η Τιτίκα Δημητρούλια και ο Διονύσης Γούτσος (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) παρουσίασαν μια εισαγωγή στα σώματα κειμένου και την γλωσσολογία σωμάτων κειμένου [corpus linguistics] ως θεωρητικής προσέγγισης και ερευνητικής μεθόδου για τις κοινωνικές επιστήμες. Η θεωρητική τους παρουσίαση ήταν εμπλουτισμένη με μια εμπειρική εφαρμογή της ποσοτικής τους μεθόδου σε ένα παράδειγμα ανάλυσης που βασίζεται στη μελέτη ελληνικών σωμάτων κειμένου (εν προκειμένω την ανάλυση του λόγου του Αλέξη Τσίπρα, αρχηγού του κόμματος Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που θεωρείται παράδειγμα σύγχρονου αριστερού λαϊκισμού στην Ευρώπη). Τέλος, η Ελίζα Κητή (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) ανέπτυξε τον προβληματισμό της σχετικά με το τι μπορεί να προσφέρει μια γλωσσολογική ανάλυση λόγου στην ανάλυση συγκεκριμένων λέξεων ή σημαινόντων, όταν κινούμαστε στο επίπεδο του δημόσιου λόγου. Πιο συγκεκριμένα, εστίασε στη λέξη «λαϊκισμός» και την συνώνυμη της στα αγγλικά, «populism», όπως και στο ιδιότυπο παράγωγο ρήμα που συναντάμε στην ελληνική, «λαϊκίζω».
Στο δεύτερο πάνελ, η εστίαση πέρασε από την γλωσσολογία στις μετα-δομιστικές μεθόδους ανάλυσης λόγου. Ο Γιάννης Καραγιάννης (Πανεπιστήμιο Κρήτης) επιχείρησε να προσφέρει μια συνθετική προσέγγιση που δανείζεται στοιχεία τόσο από τη Φουκωϊκή, όσο και από άλλες παραδόσεις στο πλαίσιο του μετα-δομισμού και άλλων κριτικών προσανατολισμών της κοινωνικής έρευνας. Ο Γιάννης Πεχτελίδης (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) παρουσίασε μια εμπειρική μελέτη για τις εννοιολογήσεις της ελληνικής «νεολαίας» ως «υποκειμένου εν κινδύνω», εστιάζοντας σε δύο διαφορετικές εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, τη μία στα δεξιά και την άλλη στα αριστερά του πολιτικο-ιδεολογικού φάσματος, αντλώντας από ένα μεθοδολογικό πλαίσιο που συνδύαζε τα εργαλεία του Foucault με τις καινοτομίες της «Σχολής του Έσεξ», όπως και των σπουδών νεολαίας [youth studies]. Η Υβόν Κοσμά (Αμερικανικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης) έκλεισε το πάνελ με μια εμπειρική εφαρμογή της φουκωϊκής μεθόδου ανάλυσης λόγου, εστιάζοντας στην ανάλυση κινηματογραφικών ταινιών, ενώ εμπλούτισε την προσέγγισή της με θεωρητικά και αναλυτικά εργαλεία από τις πολιτισμικές σπουδές.
Η πρώτη ημέρα του εργαστηρίου έκλεισε με την δεύτερη συνεδρία προσανατολισμού [orientation session] από τον Jason Glynos (Πανεπιστήμιο του Έσεξ), ο οποίος παρουσίασε την προσέγγισή του για τις «λογικές» [logics approach], μια μέθοδο κριτικής ανάλυσης που εμπνέεται από την παράδοση του μετα-δομισμού και συνδυάζει τη θεωρητική αυστηρότητα με τον προσανατολισμό στις εμπειρικές εφαρμογές. Αφού ανάπτυξε το επιχείρημά του σε θεωρητικό επίπεδο, στη συνέχεια προχώρησε αναλύοντας την οικονομική κρίση στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και τις διεργασίες των μεταρρυθμίσεων, για να επιδείξει τις αρετές της μεθόδου που προτείνει [nodal framework].
Η δεύτερη ημέρα του εργαστηρίου άνοιξε με την κεντρική ομιλία [keynote lecture] της ιδρυτικής φιγούρας της «σχολής του Έσεξ», Chantal Mouffe (Πανεπιστήμιο του Γουέστμινστερ), στην οποία μίλησε για την «κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης και την ανάγκη ενός αριστερού λαϊκισμού». Η Mouffe άντλησε από το σύνολο του έργου της για τα σύγχρονα δημοκρατικά συστήματα της Δύσης και τις έννοιες της «συναίνεσης», της «μετα-πολιτικής» και των συλλογικών «παθών», για να συμπεράνει πως στα σημερινά μετα-δημοκρατικά πολιτικά συστήματα, μια μορφή δημοκρατικού αριστερού λαϊκισμού θα μπορούσε να αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα για την αναζωογόνηση της δημοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα, τόνισε ότι τα κατεστημένα πολιτικά κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς έχουν συγκλίνει πλέον σε τέτοιο βαθμό που είναι δύσκολο για τους πολίτες να διακρίνουν τις διαφορές στα προγράμματά τους. Σε αυτό το πλαίσιο, δεξιά λαϊκιστικά κόμματα, όπως το Front National στη Γαλλία, μπορούν να αυτο-παρουσιάζονται ως η μόνη πραγματική εναλλακτική, ως οι μόνες δυνάμεις που επιδιώκουν να εκπροσωπήσουν τη «φωνή του λαού». Σύμφωνα με τη Mouffe, αυτή η δυναμική μπορεί να εξισορροπηθεί και να ανατραπεί μέσω της συγκρότηση ενός αριστερού λαϊκιστικού σχεδίου, που θα έχει ως σκοπό του τη ριζοσπαστικοποίηση (και όχι την απόρριψη) της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τέλος, υποστήριξε ότι πρόσφατα κινήματα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια (και ιδιαίτερα οι indignados στην Ισπανία και οι αγανακτισμένοι στην Ελλάδα) θα είχαν μεγαλύτερη επιτυχία εάν είχαν συνδεθεί με πιο ενεργό τρόπο με τη θεσμική πολιτική ή και με συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα της αριστεράς.
Το τρίτο πάνελ είχε ως σκοπό την ανάδειξη των προοπτικών εμπειρικής εφαρμογής της ανάλυσης λόγου όπως αυτή αναπτύσσεται από τη «Σχολή του Έσεξ», όπως και της «μυθολογικής» μεθόδου που προτείνει ο Roland Barthes, σε μια πληθώρα πεδίων. Στην πρώτη εισήγηση, ο Θωμάς Σιώμος (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ερευνητής του POPULISMUS) μίλησε για τον «λόγο της κρίσης και τον μεσο-λαϊκισμό», εστιάζοντας πρώτα στις διάφορες αφηγήσεις που αναδύονται σε καιρούς κρίσης και πιο συγκεκριμένα στο παράδειγμα της σημερινής Ελλάδας, και προχωρώντας έπειτα σε μερικές σκέψεις για την έννοια του μεσο-λαϊκισμού. Ο Αντώνης Γαλανόπουλος (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) βασίστηκε στα εργαλεία της «σχολής του Έσεξ» για να αναλύσει τον λόγο της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ), ενός μικρού μετριοπαθούς κόμματος της κεντρο-αριστεράς στην Ελλάδα που συμμετείχε σε κυβέρνηση συνασπισμού μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Βασικό του εύρημα ήταν ότι η ταυτότητα της ΔΗΜΑΡ «είχε κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να βασίζεται στη διαίρεση λαϊκισμός/αντι-λαϊκισμός, με το κόμμα να αυτο-τοποθετείται ενάντια στον λαϊκισμό, ενώ η έννοια της ‘υπευθυνότητας’, η οποία λειτουργούσε ως ‘κενό σημαίνον’, χρησιμοποιήθηκε ως μέσο διαφοροποίησης απέναντι στην υπόλοιπη αριστερά». Η Αθηνά Αυγητίδου (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) ανάπτυξε την προσέγγισή της γύρω από την ηγεμονικό οικονομικό λόγο χρησιμοποιώντας το έργο του Roland Barthes, και ιδιαίτερα τις έννοιες και τα εργαλεία που αναπτύσσει στο κλασικό του βιβλίο, Μυθολογίες. Εστιάζοντας στις διάφορες αφηγήσεις που εκτυλίσσονται κατά την παγκόσμιο οικονομική κρίση, συμπέρανε πως ο κατεστημένος νεοφιλελεύθερος λόγος συναρθρώνεται ως μύθος∙ ως ένας λόγος δηλαδή που απωθεί την ενδεχομενική του φύση και τις πολιτικές του καταγωγές, για να συστηθεί ως «κοινή λογική». Ο Ηρακλής Μαυρίδης (Πάντειο Πανεπιστήμιο) έκλεισε το πάνελ προσφέροντας μερικές γενικές κριτικές παρατηρήσεις γύρω από τη σχέση ανάλυσης του λόγου και κριτικής της ιδεολογίας.
Μετά το τρίτο πάνελ ακολούθησε ακόμα μία συνεδρία προσανατολισμού, στην οποία ο Γεράσιμος Βώκος (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) μίλησε για την «ανάδυση του λαού», ξεκινώντας από την επαναστατική Γαλλία και προχωρώντας προς τον πρώιμο 19ο αιώνα και τα προβλήματα που προκάλεσε στις κυβερνώσες ελίτ ακριβώς αυτή η ανάδυση. Ο Βώκος, στην πλούσια παρουσίασή του, εξέτασε εις βάθος την καταστατική πολυσημία του «λαού» ως συλλογικού υποκειμένου και ως συμβολικής αναφοράς, αναδεικνύοντας τη διπλή του φύση: «ευχή και κατάρα, δαίμονας και θεός, ο λαός μπορεί να είναι, ταυτοχρόνως, θεμέλιο και δυναμίτης για την κοινωνική συνοχή. Ο λαός είναι κίνδυνος για την πολιτεία, αλλά πολιτεία χωρίς λαό δεν υπάρχει». Ο Guizot είναι για τον Βώκο ένα από τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα των προσπαθειών των ελίτ να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της λαϊκής κυριαρχίας∙ προσπάθειες οι οποίες αναδεικνύουν διλήμματα που φαίνεται πως διατηρούν την επικαιρότητά τους μέχρι και σήμερα.
Το τέταρτο και το πέμπτο πάνελ, που ακολούθησαν τις παρατηρήσεις του Βώκου για την πολυσημία του δημοκρατικού συλλογικού υποκειμένου, εστίασαν σε διάφορες εννοιολογήσεις της συλλογικής υποκειμενικότητας, που ποικίλουν από τον «λαό», στο «πλήθος» και από τις «μάζες» στο «έθνος» και την «κοινωνία πολιτών». Η Φανή Γιαννούση (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) εστίασε στις σχετικές συζητήσεις του 18ου και 19ου αιώνα για να εντοπίσει τις ρίζες των σημερινών διακυβευμάτων, αλλά και των αμφισημιών τους. Ο Ανδρέας Τάκης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) εστίασε στην έννοια του «πλήθους» που προκρίνουν οι Michael Hardt και Antonio Negri ως μορφής ανταγωνιστικής προς εκείνη του «λαού», για να καταλήξει πως το πλήθος «ανακύπτει ως η αναντιπροσώπευτη και μη-αντιπροσωπεύσιμη οντότητα της πολιτικής μας οντολογίας και βρίσκει την εμπειρική της έκφραση σε καταστάσεις δομικής πολιτικής κρίσης»∙ κάτι που το καθιστά φευγαλέο και οριακό: ένα μεταβατικό κομμάτι μιας χορογραφίας που τελικά οδηγεί στη συγκρότηση του δημοκρατικού «λαού». Ο Άρης Στυλιανού (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) ακολούθησε, εστιάζοντας και αυτός στα επιχειρήματα των Hardt και Negri, για να περάσει αμέσως μετά στη δουλειά του Etienne Balibar γύρω από τις «μάζες» για να αναζητήσει τις απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν οι σύγχρονοι θεωρητικοί του «πλήθους». Ο Άγγελος Γουνόπουλος (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) εστίασε στην νοηματοδότηση του υποκειμένου του «φτωχού λαού» στη Θεολογία της Απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική και τον διακριτό τύπο λαϊκισμού που φαίνεται πως εκπροσωπούσε το εν λόγω κίνημα. Ο Ακρίτας Καϊδατζής (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) έστρεψε την προσοχή στην έννοια του «λαϊκιστικού συνταγματισμού» [populist constitutionalism] και υποστήριξε πως «ο λαός δεν λειτουργεί μόνο ως συντακτική δύναμη/εξουσία [constituent power] (για να εξαφανιστεί αμέσως μετά), αλλά επίσης διαπλάθει, μέσα στον ρου της καθημερινής πολιτικής, τους τρόπους με τους οποίους οι συντεταγμένες δυνάμεις/εξουσίες [constituted powers] εφαρμόζουν και ερμηνεύουν το Σύνταγμα». Στη δική του παρουσίαση, ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ερευνητής του POPULISMUS) τόνισε τη σημασία της πολιτικής της ηγεμονίας, όπως την κατανοούν ο Ernesto Laclau, η Chantal Mouffe και η «Σχολή του Έσεξ», για την ανάλυση της δημοκρατικής πολιτικής και της συλλογικής δράσης σήμερα, και απάντησε σε ενστάσεις που θέτουν θεωρητικοί που προκρίνουν μετα-ηγεμονικές ή/και «οριζόντιες» κατανοήσεις της δημοκρατικής δράσης. Η Φωτεινή Τσιμπιρίδου και ο Μιχάλης Μπαρτσίδης (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) ανέπτυξαν τους προβληματισμούς τους γύρω από μια θετική εννοιολόγηση της έννοιας του λαϊκισμού, αντλώντας από ανθρωπολογικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις για να συλλάβουν τη σημασία του «λαϊκού» στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1980 κι έπειτα. Ο Γιάννης Σκαλιδάκης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) μίλησε από τη σκοπιά του ιστορικού για την έννοια της λαϊκής ταυτότητας, μέσω της εξέτασης των τρόπων με τους οποίους το κίνημα αντίστασης που οργάνωσε το ΕΑΜ στα χρόνια της κατοχής απέναντι στις δυνάμεις του άξονα συνάρθρωσε στο λόγο του μια πλατιά κοινωνική συμμαχία μέσω της επίκλησης της «λαοκρατίας».
Η τρίτη και τελευταία ημέρα του εργαστηρίου ξεκίνησε με μια ακόμα συνεδρία προσανατολισμού από τον Ryan Brading (SOAS), ο οποίος επιχείρησε να αποτιμήσει συγκριτικά δύο πολύ διαφορετικές περιπτώσεις κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης που έχουν αμφότερες χαρακτηριστεί ως λαϊκιστικές: από τη μία, το Μπολιβαριανό σχέδιο του Hugo Chavez στη Βενεζουέλα, και από την άλλη, την πρόσφατη εντυπωσιακή εκλογική επιτυχία του αντι-ευρωπαϊκού και ξενοφοβικού κόμματος UKIP και του Nigel Farage στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το έκτο πάνελ, που ακολούθησε, κινήθηκε σε μια συγκριτική κατεύθυνση, μελετώντας περιπτώσεις τόσο στο δεξιό άκρο όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, αλλά και τον θρησκευτικό λόγο στη σύγχρονη Ελλάδα και τον αντι-λαϊκισμό στην μετα-σοβιετική Βουλγαρία. Η Αναστασία Ηλιαδέλη (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) προέβη σε μια ανασκόπηση διαφόρων προσεγγίσεων για το ακροδεξιό φαινόμενο στην Ευρώπη για να τονίσει τελικά τα πιο σημαντικά λαϊκιστικά χαρακτηριστικά που θεωρεί πως διακρίνονται στην εν λόγω οικογένεια κομμάτων. Ο Κωνσταντίνος Παπαστάθης (Πανεπιστήμιο του Λουξεμβούργου) άντλησε από τη δουλειά του Cas Mudde για την λεγόμενη «παθολογή κανονικότητα» [pathological normalcy] για να διερευνήσει κριτικά την ιδεολογική συσχέτιση μεταξύ της ελληνικής εκκλησίας και του εξτρεμιστικού νεοναζιστικού κόμματος, Χρυσή Αυγή. Ο Γιώργος Κατσαμπέκης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ερευνητής του POPULISMUS) επέστησε την προσοχή στην άνοδο της λαϊκιστικής ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ευρώπη, η οποία αποσταθεροποιεί διάφορα υπάρχοντα θεωρητικά/αναλυτικά μοντέλα που τείνουν να εξισώνουν τον λαϊκισμό με εθνικιστικές, ξενοφοβικές και αντι-ευρωπαϊκές τάσεις. Από τη μεριά του, τόνισε πως αξιοποιώντας ένα μοντέλο που εστιάζει στον λόγο [discourse] μπορούμε να κατανοήσουμε αυτές τις τελευταίες εξελίξεις στις λαϊκιστικές μορφές πολιτικής και να κατανοήσουμε κριτικά τη σημασία της κάθε περίπτωσης με έναν τρόπο που θα είναι θεωρητικά συνεκτικός και αναλυτικά επωφελής. Τέλος, ο Georgi Medarov (Πανεπιστήμιο της Σόφιας) εστίασε στη συνάρθρωση ενός «αντι-λαϊκιστικού» λόγου από τις Βουλγάρικες φιλελεύθερες ελίτ και υποστήριξε πως μια μορφή αντίθεσης προς τον «λαό» και ο φόβος των δημοκρατικών «υπερβολών» από τα κάτω, «αποτέλεσαν καταστατικό στοιχείο για την συγκρότηση φιλελεύθερων υποκειμενικοτήτων στην μετα-σοσιαλιστική Βουλγαρία».
Κατά την τέταρτη συνεδρία προσανατολισμού, ο Aurelien Mondon (Πανεπιστήμιο του Μπαθ) μίλησε για την εικαζόμενη «ακαταμάχητη άνοδο» της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Ο Mondon υποστήριξε πως κόμματα όπως το Front National ή το UKIP, που σημείωσαν σημαντική άνοδο σε πρόσφατες εκλογές, έχουν επωφεληθεί από μια δυσανάλογη κάλυψη από τα καθιερωμένα ΜΜΕ, τα οποία συχνά υπερβάλουν ως προς την πραγματική τους επιρροή. Επιπλέον, ισχυρίστηκε πως «η κανονικοποίησή τους ευνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την περιγραφή τους ως ‘λαϊκιστικών’ κομμάτων»∙ μια κατηγοριοποίηση που προκαλεί σύγχυση ως προς τον ιδεολογικό και πολιτικό τους χαρακτήρα. Ο Mondon συμπέρανε πως «μια στρεβλή και δυσανάλογη κάλυψη των ευρωεκλογών ειδικότερα, και η ‘άνοδος’ του ‘δεξιού λαϊκισμού’ γενικότερα, έχουν εμποδίσει την ανάπτυξη μιας πραγματικής δημοκρατικής συζήτησης και έθεσαν προσκόμματα στη δυνατότητα ανάδυσης άλλων εναλλακτικών πολιτικών».
Το τελευταίο πάνελ του εργαστηρίου ήταν αφιερωμένο στις θεωρίες για τις διαιρετικές τομές [cleavage theories] και στις ποσοτικές μεθόδους ανάλυσης. Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) ανέδειξε την σημασία της έννοιας των διαιρετικών τομών και τις δυνατότητές τους για εμπειρική έρευνα μέσα από μία εξέταση των ελληνικών εκλογών των τελευταίων εικοσιπέντε χρόνων περίπου, ενώ οι Θεόδωρος Χατζηπαντελής και Τάσος Βαρέλας (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αμφότεροι) έκαναν μια παρουσίαση των ποσοτικών μεθόδων στην κοινωνική έρευνα, χρησιμοποιώντας δεδομένα από ελληνικές εκλογές και άλλες έρευνες στον γενικό πληθυσμό. Αν και οι παρουσιάσεις αυτές δεν άγγιξαν ζητήματα που άπτονται ευθέως της μελέτης του λαϊκισμού, ωστόσο ανέπτυξαν ορισμένες υποθέσεις γύρω από τις προοπτικές διαύγασης του λαϊκιστικού φαινομένου χρησιμοποιώντας στις σχετικές μελέτες ποσοτικές μεθόδους και μεγάλης κλίμακας εμπειρικές μελέτες [surveys].
Στην τελευταία συνεδρία προσανατολισμού, ο Νίκος Δεμερτζής (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) επιχείρησε να ρίξει φως στην συναισθηματική διάσταση [affective dimension] των λαϊκιστικών ταυτίσεων. Η παρουσίασή του είχε ως κύριο σκοπό να εξοικειώσει το κοινό με τις έννοιες και τα εργαλεία που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της κοινωνιολογίας των συναισθημάτων.
Το εργαστήριο έκλεισε με μια ανοιχτή συζήτηση που συντόνισε ο κύριος ερευνητής του προγράμματος POPULISMUS, Γιάννης Σταυρακάκης, και όπου αναπτύχθηκε ένα γόνιμος διάλογος για τις μελλοντικές προοπτικές του ερευνητικού προγράμματος και για τη μελέτη του λαϊκισμού και της δημοκρατίας εν γένει. Το Εργαστήριο, του οποίου τις εργασίες παρακολούθησαν περίπου εκατό άτομα, αποτέλεσε ουσιαστικά το σημείο εκκίνησης για μια πληθώρα δημόσιων εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων του POPULISMUS, στις οποίες θα συμπεριληφθούν ένας κύκλος ομιλιών διακεκριμένων ακαδημαϊκών, όπως και ένα διεθνές συνέδριο στις 26-28 Ιουνίου του 2015.