Τα τελευταία χρόνια ο λαϊκισμός έχει επιστρέψει στο διεθνές πολιτικό προσκήνιο. Μεταξύ άλλων, μια σειρά από κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής που απορρίπτουν τη λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον» αλλά και μια ομάδα από ακροδεξιά κόμματα που πολλαπλασιάζονται στην Ευρώπη, προωθώντας ξενοφοβικά και ρατσιστικά στερεότυπα, πιστοποιούν αυτήν την τάση. Eπιπλέον, καταδεικνύουν τις αντιθετικές εκφάνσεις της. Παράλληλα, κοινωνικά κινήματα που αμφισβητούν την ηγεμονική διαχείριση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (από τους «Αγανακτισμένους» έως το «Occupy Wall Street»), αλλά και συντηρητικά κινήματα όπως το «Tea Party» στις ΗΠΑ έχουν επίσης κατηγοριοποιηθεί ως «λαϊκιστικά».
Το ερευνητικό πρόγραμμα POPULISMUS στοχεύει καταρχάς στην καταγραφή και συγκριτική χαρτογράφηση του λαϊκιστικού λόγου που εκπέμπεται από τέτοιου είδους πηγές. Με τον τρόπο αυτό θα διευκολυνθεί η επαναξιολόγηση της έννοιας του «λαϊκισμού» και η άρθρωση μιας θεωρητικής προσέγγισης ικανής να αναπροσανατολίσει την εμπειρική ανάλυση της λαϊκιστικής ιδεολογίας στο πλανητικό περιβάλλον του 21ου αιώνα. Αναμένεται έτσι να καλυφθούν αδυναμίες και ασάφειες στην κατανόηση του λαϊκισμού και να γεφυρωθούν οι αντιφάσεις των διαθέσιμων ερμηνειών του φαινομένου.
Ξεκινώντας από τον θεωρητικό προσανατολισμό που προσφέρει η θεωρία του λόγου της «Σχολής του Essex», το έργο POPULISMUS υιοθετεί μια μεθοδολογία ανάλυσης λόγου για να διερευνήσει τις ποικίλες μορφές της λαϊκιστικής πολιτικής, να τεκμηριώσει την ανάγκη μελέτης της αναδυόμενης αντίθεσης μεταξύ λαϊκισμού και αντι-λαϊκισμού και να αξιολογήσει τις συνέπειές της πάνω στην ποιότητα της δημοκρατίας. Μέσω της διάχυσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων, αναμένεται ότι η επιδιωκόμενη συνθετική αποτίμηση του λαϊκιστικού λόγου και της πολύπλοκης όσο και αμφίσημης συσχέτισής του με τη δημοκρατία θα αναβαθμίσουν τη σχετική επιστημονική γνώση, αλλά και θα βοηθήσουν στην καλύτερη θωράκιση της δημοκρατικής κουλτούρας σε συνθήκες κρίσης.