Πολλές δεκαετίες μετά την εμφάνιση των παραδοσιακών εκφάνσεων του ιστορικού λαϊκισμού (αγροτικός λαϊκισμός των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα, Narodnichestvoστην προεπαναστατική Ρωσία, λατινοαμερικανικοί λαϊκισμοί των δεκαετιών 1940 και 1950), η πρόσφατη πολιτική ιστορία σημαδεύτηκε από την αναζωπύρωση του λαϊκισμού στην Ευρώπη (ακροδεξιός λαϊκισμός στη Γαλλία, την Αυστρία, την Ολλανδία κ.λπ.), στη Λατινική Αμερική (Chavismo στη Βενεζουέλα, Kirchnerismo στην Αργεντινή, κ.λπ.) και, πιο πρόσφατα, στις ΗΠΑ (Tea Party, Occupy). Αυτή η επανεμφάνιση συνιστά μια μείζονα πρόκληση για την πολιτική και κοινωνική έρευνα με σημαντικές επιπτώσεις στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα καθώς πρόκειται για ζήτημα που συχνά μονοπωλεί την ημερήσια διάταξη των ΜΜΕ και άπτεται της ίδιας της λειτουργίας της δημοκρατίας. Πώς απαντά μέχρι σήμερα η ερευνητική κοινότητα στην πρόκληση αυτή;
Η έννοια του «λαϊκισμού» έχει ασφαλώς καταγράψει αξιοσημείωτη διαδρομή στο πεδίο της πολιτικής ανάλυσης, όπως και του δημόσιου λόγου εν γένει. Ωστόσο, οι υπάρχουσες αναλύσεις λαϊκιστικών κινημάτων και ιδεολογιών συχνά πάσχουν από μια (ως επί το πλείστον ευρωκεντρική) έλλειψη συγκριτικής προοπτικής και από συγκεχυμένο εννοιολογικό και μεθοδολογικό προσανατολισμό. Συχνά αποφεύγουν καν να οροθετήσουν το εννοιολογικό περιεχόμενο της κατηγορίας «λαϊκισμός». Τις περισσότερες φορές επικεντρώνονται στην ανάλυση μιας μεμονωμένης κινητοποίησης, χώρας ή Ηπείρου. Έτσι κυριαρχούνται από τα ιδιαίτερα τοπικά, εθνικά ή περιφερειακά χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης εμπειρικής περίπτωσης που εξετάζουν, ανάγοντάς τα σε οικουμενικά κριτήρια ταυτοποίησης και αποτίμησης του λαϊκιστικού φαινομένου εν γένει. Για παράδειγμα, πολλές ευρωπαϊκές προσεγγίσεις ταυτίζουν τον λαϊκισμό με την ακροδεξιά ακριβώς επειδή φαινόμενα αυτού του τύπου κυριάρχησαν στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες και δείχνουν να εντείνονται σήμερα. Ανίκανες να συνεκτιμήσουν την πλανητική ποικιλομορφία του λαϊκισμού και απρόθυμες να διαμεσολαβήσουν το εμπειρικό επίπεδο (στις ποικίλες διαστάσεις του) με μια θεωρία ικανή να το συλλάβει και να το ερμηνεύσει συνεκτικά δίχως απλουστεύσεις και αυθαιρεσίες, οδηγούν τη μελέτη του λαϊκισμού σε αδιέξοδα. Αυτό συμβαίνει όχι μόνον εξαιτίας του γεωγραφικού κατακερματισμού που προκύπτει, αλλά και λόγω της συνακόλουθης κατάληξης σε σχηματικούς και μεταξύ τους ασύμβατους αν όχι αντιφατικούς ορισμούς της έννοιας του «λαϊκισμού». Ως εκ τούτου, και η δυναμική, πολυπρισματική επανεμφάνιση του φαινομένου στην πολιτική συγκυρία του 21ου αιώνα παραμένει δυσεξήγητη και αινιγματική.
Στο πλαίσιο αυτό, ακόμα και οι λιγοστές προσπάθειες ανάπτυξης θεωρητικών προσεγγίσεων με αξιώσεις κάποιας καθολικότητας απέτυχαν εν πολλοίς να αρθρώσουν ένα ερευνητικό πλαίσιο ευαίσθητο τόσο απέναντι στην ιστορικά διακριτή εμπειρία διαφορετικών χωρών και περιοχών όσο και απέναντι στις ευρύτερες δυναμικές που καθορίζουν τις διαδικασίες ταύτισης και το σχηματισμό πολιτικών ταυτοτήτων. Για τον λόγο αυτό και δεν κατόρθωσαν να καταλήξουν σε έναν συνθετικό ορισμό του λαϊκισμού, ενώ εξίσου απέτυχαν να διασαφήσουν τη σχέση του τελευταίου με τη δημοκρατία. Έτσι, εκείνο που προκύπτει ως επείγουσα ερευνητική ανάγκη είναι η πραγματικά συγκριτική διερεύνηση του λαϊκιστικού φαινομένου στις ποικίλες εκφάνσεις του ανά τον κόσμο, η χαρτογράφηση και η ερμηνευτική συσχέτισή τους. Για τον σκοπό αυτό απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί ο προσανατολισμός της έρευνας από ένα αρκούντως ευέλικτο αλλά εναργές θεωρητικό πλαίσιο.
Το ερευνητικό πρόγραμμα POPULISMUS στοχεύει στην ανάπτυξη ενός τέτοιου πλαισίου μέσω της οικειοποίησης και της περαιτέρω εξειδίκευσης νεωτερισμών στο πεδίο της πολιτικής θεωρίας και της ανάλυσης λόγου που συνδεόνται με την διεπιστημονική προσέγγιση της λεγόμενης «Σχολής του Essex». Προσεγγίζοντας τον λαϊκισμό πρωτίστως ως μορφή πολιτικού λόγου, ως δίκτυο νοήματος που συγκροτεί πολιτικές ταυτότητες, η θεωρία του λόγου της «Σχολής του Essex» προσφέρει τις βασικές παραμέτρους μιας πολλά υποσχόμενης ερευνητικής κατεύθυνσης, ικανής να καθοδηγήσει την συγκριτική έρευνα και ερμηνεία του λαϊκιστικού λόγου, να διερευνήσει το προφίλ της αναδυόμενης ιδεολογικής διαιρετικής τομής μεταξύ λαϊκισμού και αντι-λαϊκισμού και να αξιολογήσει τις συνέπειες που έχει στη λειτουργία της δημοκρατίας, στην Ευρώπη αλλά και ευρύτερα. Αναμένεται έτσι η δημιουργία ενός αναλυτικού μοντέλου και η παρουσίαση ερευνητικών εφαρμογών του πάνω σε διάφορες πτυχές του προβλήματος του λαϊκισμού. Το μοντέλο αυτό θα μπορεί να επηρεάσει την διεθνή έρευνα πάνω στο λαϊκιστικό φαινόμενο, αλλά και να λειτουργήσει δημο-παιδαγωγικά για κάθε απλό πολίτη, μέσω της διάχυσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης.